αυτανάφλεξη

αυτανάφλεξη
Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά επαφή με φλόγα. Τα σώματα αυτά είναι ο φώσφορος, το φωσφορούχο υδρογόνο κ.ά. που λέγονται αυτανάφλεκτα σώματα. Μερικά από αυτά έχουν μικρή θερμοκρασία ανάφλεξης, αρκεί όμως απλή επαφή του σώματος με το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα για να προκληθεί α. Τις α. βοηθούν διάφοροι παράγοντες, όπως μερικές ποσότητες διαφόρων σωμάτων, τα οποία έχουν καταλυτική δράση και βοηθούν τις χημικές αντιδράσεις και ο λεπτότατος διαμερισμός των σωμάτων, που ευνοεί τις οξειδώσεις. Παρατηρήθηκαν α. μετάλλων, άνθρακα, θείου κ.ά. στον ατμοσφαιρικό αέρα, με τη μορφή λεπτής σκόνης. Γενικά η αλλαγή της μοριακής κατάστασης ενός σώματος, η οποία έχει αποτέλεσμα τη μετατροπή της δυναμικής του ενέργειας σε θερμική, μπορεί να δημιουργήσει α. Οι κίνδυνοι από τις α. είναι μεγάλοι, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, γι’ αυτό δεν πρέπει να συγκεντρώνονται διάφορα υλικά επιδεκτικά α. σε χώρους που δεν αερίζονται καλά. Τα υλικά αυτά είναι τα κάρβουνα, τα σιτηρά, τα ξερά χόρτα, τα πριονίδια κ.ά.
* * *
η
αυτόματη ανάφλεξη, απότομη ύψωση της θερμοκρασίας ενός εύφλεκτου υλικού χωρίς πυροδότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)-* + ανάφλεξη (-ις). Ο τ. αυτανάφλεξις μαρτυρείται από το 1887 στον Αναστ. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυτανάφλεξη — η αυτόματη ανάφλεξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”